- αντιπρύτανις
- (-εως), ο1. ο αντικαταστάτης του πρυτάνεως2. ο πρύτανις του επόμενου ακαδημαϊκού έτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πρύτανις. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.